- τακίμι
- το(λ. τουρκ.)1. σύνολο πραγμάτων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό (εργαλείων, σκευών κτλ.).2. ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και σύγχρονα, συνεργείο, βάρδια: Αν φύγουν τρεις απ' το τακίμι, δε γίνεται ξεφόρτωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.