τακίμι

τακίμι
το
(λ. τουρκ.)
1. σύνολο πραγμάτων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό (εργαλείων, σκευών κτλ.).
2. ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και σύγχρονα, συνεργείο, βάρδια: Αν φύγουν τρεις απ' το τακίμι, δε γίνεται ξεφόρτωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τακίμι — το, Ν 1. σύνολο πραγμάτων, λ.χ. σκευών ή εργαλείων, που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό 2. (ειδικά για πιάτα) σερβίτσιο 3. (κατ επέκτ.) ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και κατά τις ίδιες ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. takim] …   Dictionary of Greek

  • τακιμιάζω — Ν [τακίμι] γίνομαι φίλος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • tacâm — TACẤM, tacâmuri, s.n. 1. 1. Serviciu de masă complet, care se aşază în dreptul fiecărui mesean; p. restr. totalitatea obiectelor de metal de care se serveşte o persoană când mănâncă. 2. Ansamblu de obiecte sau de unelte necesare unei anumite… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”